- αποτασις
- ἀπότασιςἀπό-τᾰσις-εως ἥ1) вытягивание
(ποδῶν Plut.)
2) удлинение, продление(φωνῆς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποδῶν Plut.)
(φωνῆς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότασις — ἀπότασις, η (Α) [αποτείνω] 1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα 2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια 3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον 4. ιατρ. διόγκωση … Dictionary of Greek
ἀπότασις — lengthening fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάσει — ἀπότασις lengthening fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτάσεϊ , ἀπότασις lengthening fem dat sg (epic) ἀπότασις lengthening fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάσεις — ἀπότασις lengthening fem nom/voc pl (attic epic) ἀπότασις lengthening fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάσιας — ἀπότασις lengthening fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότασιν — ἀπότασις lengthening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάσεως — ἀποτάσεω̆ς , ἀπότασις lengthening fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)